καλό

καλό
[ν] τό
1) добро, благо;

κά(μ)νω πολλά καλά — делать много добра;

θέλω το καλό σου — я, тебе добра желаю;

γιά το καλό της πατρίδας — на благо родины;

2) польза, выгода;

τίποτε το καλό δεν βγήκε — ничего хорошего не вышло;

3) πλ. благосостояние; достаток; добро;
έχω όλα τα καλά иметь пол- ный дом (всякого добра); 4) тгА. достоинства (человека); 5) πλ. новая или праздничная, выходная, парадная одежда;

έβαλε τα καλά του — он нарядился;

§ τό καλό πού σού θέλω... — я тебя пока по-хорошему прошу...;

θέλω το καλό σου — я тебе только добра желаю;

είμαι στα καλά μου а) быть в хорошем настроении; б) быть в полном здравии;

δεν είμαι και πολύ στα καλά μου — я не совсем здоров;

δεν είναι στα καλά του — у него не все дома, он с ума сошёл;

είσαι στα ( — или με τα) καλά σου; — ты в своём уме?;

του βγήκε σε καλό — он легко отделался;

αυτό δεν θα (μάς) βγεί σε καλό — это не к добру;

τίποτε το καλό — ничего хорошего;

φύγε με το καλό — уходи подобрупоздорову (разг );

γιά καλ και γιά κακό — или καλό κακό — или καλού κάκου — на всякий случай;

στα καλά καθούμενα — без повода, за здорово живёшь, ни с того, ни с сего;

με το καλό — по-хорошему;

τον έπιασα με το καλό — я по-хорошему с ним обошёлся;

στο καλ! — или με το καλό! — счастливо, счастливого пути!, желаю вам всего хорошего!; — в добрый час!;

με το καλό να γυρίσεις! — счастливого возвращения!;

6*ϊ (πήγαινε) στο καλ! — или σύρε στο καλό! — ступай отсюда, проваливай!;

σε καλό σου! — а) поделом тебе!; — б) что ты говоришь?! (при удивлении);

ουδέν κακόν αμιγές καλού — погов, нет худа без добра


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "καλό" в других словарях:

  • καλο(ε)ξετάζω — καλο(ε)ξετάζω, καλο(ε)ξέτασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: καλο(ε)ξετάζω : σπάνια η παθητική φωνή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… …   Dictionary of Greek

  • Κάλο, Φρίντα — (Frida Kahlo, 1907 – 1954). Μεξικανή ζωγράφος. Σε ηλικία 18 ετών υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο της δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα υγείας για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Εκείνη την εποχή άρχισε και να ζωγραφίζει. Το 1929… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Sp Kalò Chòrijas Ap Καλό Χωριό/Kalo Chorio L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καλό(ν) — το βλ. καλός …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιβάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 10 κάτ.) της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Καλό Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Καλό Νερό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 326 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 27 χλμ. Ν της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικαίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 57 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Ονομασία τεσσάρων οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Καλό Νερό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»